μούλα

μούλα
η самка мула

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "μούλα" в других словарях:

  • μούλα — η (Α μούλη, Μ μούλα) θηλυκό μουλάρι, μουλάρα («φτάνει την Ώρια τη σπηλιά σε μούλα χρυσοκάπουλη καβάλλα», Γρυπάρ.) νεοελλ. μτφ. γυναίκα σωματώδης, χοντροκαμωμένη ή με χοντρούς τρόπους, άξεστη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mula, ae, λ. ασιατικής προελεύσεως… …   Dictionary of Greek

  • μούλα — η (λ. λατ.), το θηλυκό μουλάρι, η μουλάρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μούλας — μούλᾱς , μούλη mula fem acc pl μούλᾱς , μούλη mula fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Griechische Inseln — Zu Griechenland gehören mehr als 3.000 Inseln, von denen jedoch nur 78 mehr als 100 Einwohner haben. Die wichtigsten Inseln sind: Inhaltsverzeichnis 1 Inseln im Ionischen Meer 1.1 Ionische Inseln 1.1.1 Diapontische Inseln (Διαπόντια νησιά) 1.1.2 …   Deutsch Wikipedia

  • Liste der griechischen Inseln — Zu Griechenland gehören mehr als 3.000 Inseln, von denen jedoch nur 78 mehr als 100 Einwohner haben. Die wichtigsten Inseln sind: Inhaltsverzeichnis 1 Inseln im Ionischen Meer 1.1 Ionische Inseln 1.1.1 Diapontische Inseln (Διαπόντια νησιά) 1.1.2 …   Deutsch Wikipedia

  • Liste griechischer Inseln — Zu Griechenland gehören mehr als 3.000 Inseln, von denen jedoch nur 78 mehr als 100 Einwohner haben. Inhaltsverzeichnis 1 Inseln im Ionischen Meer 1.1 Ionische Inseln 1.1.1 Diapontische Inseln (Διαπόντια νησιά) …   Deutsch Wikipedia

  • μουλάρα — η 1. μεγεθ. τού μούλα 2. μτφ. (με υβριστική σημ.) α) γυναίκα χοντροφτειαγμένη ή γυναίκα με χοντρούς τρόπους, άξεστη β) γυναίκα αναίσθητη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουλάρι + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. μοσχάρι: μοσχάρα, μουστάκι: μουστάκα)] …   Dictionary of Greek

  • μούλη — μούλη, ἡ (Α) βλ. μούλα …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Μεκνές — (Meknes, αραβ. Μικνάς). Πόλη (459.958 κάτ. το 1994) του βόρειου Μαρόκου, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (79.210 τ. χλμ., 2.065.000 κάτ. το 2000). Eίναι κτισμένη σε υψόμετρο 530 μ., σε ένα εύφορο οροπέδιο που περικλείεται στα Β από την οροσειρά… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»